αγαπώ

  • 101επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …

    Dictionary of Greek

  • 102επαξιέραστος — ἐπαξιέραστος, ον (Α) αυτός που αξίζει την αγάπη τών άλλων, ο πολύ αγαπητός, ο αξιέραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επάξιος + ερασ τός (< έραμαι «αγαπώ»)] …

    Dictionary of Greek

  • 103εραννός — Αρχαία πόλη της Κρήτης, που η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. Στη συνθήκη 30 κρητικών πόλεων με τον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη B’ (163 π.Χ.), οι κάτοικοι της πόλης αναφέρονται ως Ερώνιοι, και αλλού τους ονομάζουν άλλοτε Εραννίους και άλλοτε… …

    Dictionary of Greek

  • 104ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») …

    Dictionary of Greek

  • 105ευήρατος — εὐήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιέραστος («εὐήρατοι σταθμοί», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ερατός «αγαπητός» (< έραμαι «αγαπώ»). Το η λόγω τής συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 106ευφίλητος — εὐφίλητος, ον (Α) αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)] …

    Dictionary of Greek

  • 107ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …

    Dictionary of Greek

  • 108ιδήρατος — ἰδήρατος, ον (Α) ωραίος, εράσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ (τού ιδείν, απρμφ. αορ. β τού ρ. ορώ) + ηρατος (αντί ερατος < έραμαι «αγαπώ») λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. πολυ ήρατος] …

    Dictionary of Greek

  • 109ιμάμ-μπαϊλντί — το φαγητό που παρασκευάζεται από χαραγμένες μελιτζάνες με γέμιση από κρεμμύδι, σκόρδο, μαϊντανό και σάλτσα από ντομάτα και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. imam bayildi < bayilmak «λιποθυμώ, αγαπώ πολύ, πεθαίνω για κάτι»] …

    Dictionary of Greek

  • 110ιππομανώ — ἱππομανῶ, έω (Α) [ιππομανής] 1. (για φοράδες) είμαι εμμανής, κάνω σαν τρελή για ίππο 2. (για πρόσ.) αγαπώ μανιωδώς τους ίππους …

    Dictionary of Greek