αγαπώ

  • 111καθαριεύω — (Α) 1. (για το φωνήεν α) καθαρεύω, ακολουθώ άλλο φωνήεν ή το σύμφωνο ρ, είμαι καθαρός 2. μέσ. καθαριεύομαι είμαι καθάριος, αγαπώ την καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού καθαρεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 112καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 113καταγαπώ — καταγαπῶ, άω (Α) αγαπώ πάρα πολύ …

    Dictionary of Greek

  • 114καταφιλώ — έω και άω (AM καταφιλῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλώ) 1. ασπάζομαι κάποιον ζωηρά ή επανειλημμένα, φιλώ κάποιον σε πολλά σημεία τού προσώπου, τόν κατασπάζομαι 2. φιλώ με πάθος αρχ. 1. αγαπώ κάποιον πολύ 2. σκύβω και φιλώ …

    Dictionary of Greek

  • 115κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 116κυρά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * και κερά, η (Μ κυρά και κερά) 1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της») 2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου») 3. γιαγιά, μάμμη 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 117μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …

    Dictionary of Greek

  • 118μορόζα — η ερωμένη, αγαπητικιά, φιλενάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμορόζα < ιταλ. amorosa (< ιταλ. amo «αγαπώ»)] …

    Dictionary of Greek

  • 119μουσομανώ — μουσομανῶ, έω (Α) [μουσομανής] αγαπώ με πάθος τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες …

    Dictionary of Greek

  • 120μυριορέγομαι — επιθυμώ κάτι πάρα πολύ ή αγαπώ υπέρμετρα, σφοδρά («όλα τα μυριορέγετο κι επαίνα η Αρετούσα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀρέγομαι] …

    Dictionary of Greek