αγαπώ

  • 121οπλομανώ — ὁπλομανῶ, έω (Α) [οπλομανής] 1. αγαπώ μανιωδώς τα όπλα και τον πόλεμο 2. φρ. «ὁπλομανῶ περί τινος» επιδεικνύω ζήλο για κάτι, επιθυμώ να αγωνιστώ για κάτι (Ποσειδών.) …

    Dictionary of Greek

  • 122ορνιθομανώ — ὀρνιθομανῶ, έω (Α) [ορνιθομανής] αγαπώ υπερβολικά τα πουλιά …

    Dictionary of Greek

  • 123ορχηστομανώ — ὀρχηστομανῶ, έω (Α) αγαπώ μανιωδώς την όρχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχηστής + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. θεατρο μανώ] …

    Dictionary of Greek

  • 124πάντως — ΝΜΑ επίρρ. με όλους τους τρόπους, εξάπαντος, σε κάθε περίπτωση, αναμφιβόλως, οπωσδήποτε (α. «εγώ πάντως πρέπει να πάω» β. «δεῑ με πάντως τὴν ἑορτήν... ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα», ΚΔ) νεοελλ. ωστόσο («μπορεί να μού μίλησες σκληρά, εγώ πάντως σέ… …

    Dictionary of Greek

  • 125παιδομανώ — παιδομανῶ, έω (Μ) [παιδομανής] αγαπώ τα παιδιά μανιωδώς …

    Dictionary of Greek

  • 126πασιφίλητος — ον, Α αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φιλῶ «αγαπώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 127πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …

    Dictionary of Greek

  • 128περιαγαπώ — άω, Α αγαπώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ …

    Dictionary of Greek