αγαπώ
21ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… …
22μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …
23περιαγαπάζομαι — Α αγαπώ κάποιον ή κάτι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγαπάζω, ομαι, επικ. τ. τού ἀγαπῶ] …
24προαγαπώ — άω, Μ αγαπώ πριν από κάποιον άλλο, αγαπώ πρώτος …
25προσφιλοκαλώ — έω, Α 1. διακοσμώ κάτι με καλαισθησία («ἀναθήματα καὶ βιβλιοθήκας καὶ τὴν... κατοικίαν τοῡ Περγάμου... ἐκεῑνος προσεφιλοκάλησε», Στράβ.) 2. (για καλλιτέχνη) αγαπώ την ομορφιά («ἤδη δέ τινες καὶ προσφιλοκαλοῡντες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * +… …
26συνερώ — (I) άω, Α 1. αγαπώ κι εγώ το ίδιο πρόσωπο με κάποιον άλλο 2. μέσ. συνερῶμαι, άομαι έχω αμοιβαία αγάπη, έχω αμοιβαίο έρωτα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρῶ (Ι) «αγαπώ»]. (II) άω, Α ανακατεύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρῶ (ΙΙ) «χύνω έξω»].… …
27υπερερώ — άω, Α αγαπώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐρῶ (Ι) «αγαπώ»] …
28υπερστέργω — Α αγαπώ υπερβολικά, υπεραγαπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + στέργω «αγαπώ»] …
29υπερφιλώ — έω, ΜΑ υπεραγαπώ, αγαπώ πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φιλῶ «αγαπώ»] …
30φιλογραμματώ — έω, Α [φιλογράμματος] αγαπώ τα γράμματα, αγαπώ τη μελέτη …