αγαπώ

  • 71San Ena Oneiro — Σαν ενα Όνειρο …

    Википедия

  • 72Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …

    Википедия

  • 73Фотара, Дукисса — Дукисса Фотара Дата рождения 8 февраля 1941(1941 02 08) Место рождения Пирей Дата смерти 30 сентября …

    Википедия

  • 74Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …

    Википедия

  • 75-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 76αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …

    Dictionary of Greek

  • 77αγάπημα — το (Α ἀγάπημα) [ἀγαπῶ] νεοελλ. 1. στοργική διάθεση, αγάπη 2. συμφιλίωση αρχ. κάτι αξιαγάπητο …

    Dictionary of Greek

  • 78αγάπηση — η (Α ἀγάπησις) [ἀγαπῶ] αγάπη, στοργή, τρυφερότητα νεοελλ. έρωτας …

    Dictionary of Greek

  • 79αγαπάζω — ἀγαπάζω (Α) (επικ. τ. αντί αγαπώ) 1. μεταχειρίζομαι κάποιον με στοργή 2. δέχομαι, υποδέχομαι με αγάπη 3. μέσ. δείχνω σημεία αγάπης, θωπεύω, χαϊδεύω …

    Dictionary of Greek

  • 80αγαπίζω — 1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω 2. συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. αντί τού αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε ίζω (πρβλ. αλώνισα… …

    Dictionary of Greek