κρυφοβλεπω
1κρυφοβλέπω — κρυφοκοιτάζω, παρατηρώ κρυφά …
2βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …
3κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… …
4κρυφοτηρώ — και άω βλέπω κρυφά, κρυφοβλέπω, κρυφοκοιτάζω …
5κρυφοκοιτάζω — κρυφοκοίταξα, κρυφοκοιτάχτηκα, κρυφοκοιταγμένος, κοιτάζω κρυφά, κρυφοβλέπω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)